- κενή
- κενόςemptyfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενῇ — κενός empty fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενῆι — κενῇ , κενός empty fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
Tombe du Soldat inconnu (Grèce) — Le monument au Soldat inconnu … Wikipédia en Français
ήμορος — ἤμορος, ον, θηλ. και ήμορίς (Α) αμέτοχος, άμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό, με ιων. μα , κρότητα + μόρος «τμήμα μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος άμοιρος, το θηλ. ημορίς κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ.… … Dictionary of Greek
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
επαγοράζω — ἐπαγοράζω (Α) επιγρ. αγοράζω ιερατικό αξίωμα ή θέση που έμεινε κενή … Dictionary of Greek
επανασύνδεση — Η διαδικασία κατά την οποία θετικά ιόντα συναντούν ηλεκτρόνια και ενώνονται μαζί τους για τον σχηματισμό ουδέτερων ατόμων ή μορίων (δηλαδή, διαδικασία αντίθετη προς τον ιονισμό). Η σύλληψη ενός ηλεκτρονίου από ένα βαρύ ιόν είναι πολύ δύσκολη… … Dictionary of Greek
κενοθρησκεία — κενοθρησκεία, ἡ (Α) κενή, πλανημένη θρησκεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + θρησκεία] … Dictionary of Greek